Τα ξαδέρφια

Καλημέρα και καλή Κυριακή.

Σήμερα αγαπημένε μου αναγνώστη θα σου μιλήσω για τα παιδικά μου χρόνια.Θα σου μιλήσω για το χωριό της μητέρας μου, τα ξαδέρφια μου, το ΚΑΠΗ club, την κομπανία, τον μπάρμπα Μπαμπούλα, τον Θείο Θανάση και άλλα.

Ας ξεκινήσουμε από την αρχή. Η μητέρα μου κατάγεται από ένα χωριό της Πρέβεζας, την Καμαρίνα. Η Καμαρίνα βρίσκεται 25 χιλιόμετρα από την πόλη της Πρέβεζας, έχει υψόμετρο περίπου 300 μέτρα, πληθυσμό εκατόν πενήντα ψυχές -που το καλοκαίρι φτάνουν τις χίλιες. Εκεί μεγάλωσε η μητέρα μου, σε ένα φτωχικό σπίτι φτιαγμένο από πέτρες και άχυρο. Σε αυτό το σπίτι ζούσαν δύο οικογένειες. Η μια ήταν του παππού μου του Μήτσου Κυρίτση και η άλλη ήταν του αδερφού του Βαγγέλη Κυρίτση. Ο παππούς μου είχε τρία παιδιά και ο αδερφός του δύο. Μαζί με τους ενήλικες στο σπίτι αυτό, ζούσαν εννιά άνθρωποι. Από περιγραφές της μητέρας μου γνωρίζω ότι το σπίτι δεν είχε πάτωμα αλλά χώμα. Προς τα μέσα της δεκαετίας του εξήντα έγινε στην περιοχή ένας μεγάλος σεισμός και το αποτέλεσμα ήταν να γκρεμιστεί το σπίτι. Τότε ο παππούς μου με τον αδερφό του πήραν δάνεια και χτίσανε δύο μικρά σπίτια το ένα δίπλα στο άλλο. Μη φανταστείς τώρα ότι τα καινούρια σπίτια ήταν μέσα στην χλιδή και στα τζακούζια… Καμία σχέση. Η τουαλέτα ήταν έξω από το σπίτι και η κουζίνα δίπλα σε αυτό, φτιαγμένη από πέτρα και άχυρο. Αυτά τα καινούργια σπίτια γνωρίσαμε εμείς. Τα παιδιά των παιδιών του παππού του Μήτσου και του Μπάρμπα Βαγγέλη που από εδώ και στο εξής θα τον προσφωνώ μπάρμπα Μπαμπούλα ( Θα εξηγήσω πιο κάτω ) . Δηλαδή εγώ που γράφω το άρθρο, όπου μπορείτε να με δείτε σε ηλικία δέκα ετών στην φωτογραφία, ο ξέδερφος μου ο Βαγγέλης Κυρίτσης ( που από εδώ και πέρα θα τον προσφωνώ Βάγγο ) και τον βλέπετε στο μέσο της φωτογραφίας και τέλος η ξαδέρφη μου η Ελευθερία Κυρίτση ( που από εδώ και πέρα θα την προσφωνώ Τέτη ή Τέτα ) και την βλέπετε στα δεξιά της φωτογραφίας. Εκεί περνούσαμε τα καλοκαίρια μας!Οι αυλές και οι κήποι των σπιτιών ήταν ένας τεράστιος παιδότοπος για εμάς. Η μέρα ξεκινούσε με λαχτάρα για το πότε θα ξυπνήσουν τα ξεδέρφια μου από δίπλα για να βρεθούμε να παίξουμε. Θυμάμαι είχα τεντωμένα τα αυτιά μου μπας και ακούσω την φωνή του Βάγγου ή της Τέτης.Ήμουν μονίμως σε εγρήγορση και μόλις έπιανα τον τόνο της φωνής τους, πεταγόμουν σαν ελατήριο και με μια απότομη κίνηση έβγαινα στην αυλή του σπιτιού περιμένοντάς τους να τελειώσουν το πρωινό τους για να παίξουμε. Η γιαγιά μου η Χαρίκλεια φώναζε πάντα ” Έλα εδώ, που πας ; κάτσε να φας τις τηγανίτες που σου έφτιαξα ”. Σχεδόν με κυνηγούσε για να φάω . Το ίδιο έκανε και η γιαγιά του Βάγγου και της Τέτας. Όταν τελείωνε αυτή η διαδικασία και επιτέλους συναντιόμασταν, ξεκινούσε ένα ξέφρενο παιχνίδι που περιελάμβανε : κρυφτό και κυνηγητό σε έδαφος (που αν το δει η σημερινή μανούλα θα τραβάει τα μαλλιά της), παρατήρηση της πανίδας και ειδικά των εντόμων και των ερπετών, απόπειρες κατασκευής σπιτιού πάνω σε δέντρο, πετροπόλεμος από απόσταση, πετροπόλεμος μικρής απόστασης, κλέψιμο αυγών από διπλανά κοτέτσια, δοκιμές ληγμένων παγωτών και καραμελών από το καφενείο – παντοπωλείο του χωριού, αριθμητικά τεστ με τον καφετζή του χωριού που πάντα μας έκλεβε στα ρέστα, στρατηγικά σχέδια για την αποφυγή του “εχθρού” θείου Θανάση, διάπλους θαλάσσης πλησίον όρμου της Καστροσυκιάς, τεστ κόπωσης και αντοχής πατητής εντός θαλάσσης και πολλά άλλα.

Η αγωνία για τον μπάρμπα Μπαμπούλα.

Σε όλες τις πιο πάνω ” αθλητικές δραστηριότητες ” ο φόβος και ο τρόμος ήταν ο μπάρμπα Μπαμπούλας. Ο παππούς του Βάγγου και της Τέτης και αδερφός του παππού μου, ήταν ένας αυστηρός άνθρωπος που ήθελε την ησυχία του. Είχε κάνει χρόνια μετανάστης στην Γερμανία και συχνά πυκνά από το στόμα του έβγαιναν γερμανικές λέξεις που μου προκαλούσαν σοκ και δέος όταν τις άκουγα. Το μεσημέρι έπρεπε να υπάρχει απόλυτη σιγή! Και ο παραμικρός ψίθυρος ήταν ικανός να ξυπνήσει τον μπάρμπα Μπαμπούλα. Όταν συνέβαινε αυτό ξεκινούσε το σεμινάριο Γερμανικής γλώσσας. Το αποτέλεσμα είχε αποκλεισμό λίγων ωρών από το παιχνίδι και τον εξαναγκαστικό μεσημεριανό ύπνο μας. Οι λέξεις που μάθαμε στα Γερμανικά δεν ήταν και πολλές. Nein ( Νάϊν ), Nicht ( Νίχτ ) κλπ .

Το Κεφάλαιο θείος Θανάσης.

Ο θείος Θανάσης ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός της μητέρας μου’ και λέω “ήταν” γιατί μας άφησε χρόνους πριν είκοσι πέντε χρόνια. Πρέπει να ήταν κοντά στα σαράντα έτη την εποχή εκείνη αλλά είχε καρδιά μικρού παιδιού. Μικρότερος από εμάς μπορώ να πω. Ο θείος λοιπόν ήθελε να παίζει συνέχεια μαζί μας. Εμείς από την άλλη δεν θέλαμε. Τότε ο θείος προσπαθούσε να μας χαλάσει ό,τι κάναμε. Χαρακτηριστική ζαβολιά του θείου ήταν να πάει στο δέντρόσπιτο  μας και με κάποιο τρόπο να αφοδεύσει πάνω του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσει πόλεμος μεταξύ μας. Τον εκδικηθήκαμε  μετά από στρατηγικό σχέδιο που καταστρώσαμε προσφέροντας του ένα μπουκάλι μπύρα που μόνο μπύρα δεν περιείχε μέσα.

Το ΚΑΠΗ Club και η κομπανία.

ΚΑΠΗ club λέγανε οι γιαγιάδες μας το μέρος όπου μαζεύονταν το απόγευμα προς την δύση του ήλιου για να πουν τα κοτσομπολιά της ημέρας,  να αγναντέψουν το ηλιοβασίλεμα του Ιονίου κλπ. Ένα βράδυ είχαμε την φοβερή ιδέα να στήσουμε κομπανία στο ΚΑΠΗ club. Βάλαμε στην μέση την Τέτα και εγώ και ο Βάγγος πήραμε τις ρακέτες θαλάσσης και κάναμε ότι παίζαμε μουσική. Το πρόγραμμα είχε λαϊκό και ολίγον από ρεμπέτικο.

Κάτι για το τέλος. Τα ξαδέρφια μου δεν τα βλέπω συχνά καθώς εγώ ζω στην επαρχία  και αυτά ζουν στην Αθήνα. Όταν συναντιόμαστε νιώθω ακόμη εκείνη την παιδική αθωότητα. Είναι σαν να μην έχουμε χαθεί ποτέ, σα να είμαστε ακόμα στο χωριό και να καταστρώνουμε σχέδια αποφυγής του εχθρού θείου Θανάση, στον οποίο αφιερώνω αυτό το άρθρο.

Το πίσω μέρος της Φωτογραφίας
Το πίσω μέρος της Φωτογραφίας

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.